υπάργυρος

υπάργυρος
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾱσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.
β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα αργύρου («ὑπάργυρος πέτρα», Ευρ.)
2. (για μέταλλο) ο αναμεμιγμένος με άργυρο
3. επάργυρος·4. (για σκεύος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπίτηκτος», επιγρ.)
5. (για προϊόν) αυτός που έχει αξία ίση με το βάρος του σε άργυρο
6. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπάργυρον
τὸ κιννάμωμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἄργυρος (πρβλ. ἐπ-άργυρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπάργυρος — having silver underneath masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάργυρον — ὑπάργυρος having silver underneath masc/fem acc sg ὑπάργυρος having silver underneath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαργύρου — ὑπάργυρος having silver underneath masc/fem/neut gen sg ὑ̱παργύρου , ὑπαργυρόω plate with silver imperf ind act 3rd sg ὑπαργυρόω plate with silver pres imperat act 2nd sg ὑπαργυρόω plate with silver imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαργύρους — ὑπάργυρος having silver underneath masc/fem acc pl ὑ̱παργύρους , ὑπαργυρόω plate with silver imperf ind act 2nd sg ὑπαργυρόω plate with silver imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαργύρων — ὑπάργυρος having silver underneath masc/fem/neut gen pl ὑ̱παργύρων , ὑπαργυρόω plate with silver imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑ̱παργύρων , ὑπαργυρόω plate with silver imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ὑπαργυρόω plate with silver imperf …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάργυρα — ὑπάργυρος having silver underneath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • υπαργυρίζω — Μ [ὑπάργυρος] αρχίζω να έχω ή έχω κάπως το χρώμα τού αργύρου («τὴν ὑπαργυρίζουσαν τῷ χρόνῳ τρίχα», Νικ. Χων.) …   Dictionary of Greek

  • υπαργυρώ — όω, Α [ὑπάργυρος] καλύπτω κάτι με στρώμα αργύρου, επαργυρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”